- θρασυμήχανος
- θρασυ-μήχᾰνος, [dialect] Dor. [suff] θρασυ-μάχᾰνος [μᾱ], ον,A bold in contriving, daring in design,
Ἡρακλέης Pi.O.6.67
;λέοντες Id.N.4.62
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἡρακλέης Pi.O.6.67
;λέοντες Id.N.4.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
θρασυμήχανος — bold in contriving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θρασυμαχάνων — θρασυμᾱχάνων , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμάχανος — θρασυμά̱χανος , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)